Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πίνακας τιμής

  • 1 доска

    доска ж 1) το σανίδι, η σανίδα 2) (пластина, плита) ο πίνακας, η πλάκα мрамор ная \доска η μαρμάρινη πλάκα ◇ \доска почёта о πίνακας τιμής классная \доска ο (μαυροπίνα κας
    * * *
    ж
    1) το σανίδι, η σανίδα
    2) (пластина, плита) ο πίνακας, η πλάκα

    мра́морная доска́ — η μαρμάρινη πλάκα

    ••

    доска́ почёта — ο πίνακας τιμής

    кла́ссная доска́ — ο (μαυρο)πίνακας

    Русско-греческий словарь > доска

  • 2 доска

    доск||а
    ж
    1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:
    дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·
    2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:
    мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο.

    Русско-новогреческий словарь > доска

  • 3 доска

    -и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.
    1. σανίδα•

    сосновая доска πεύκινη σανίδα•

    дубовая доска δρύινη σανίδα.

    2. πλάκα• πίνακας•

    медная доска χάλκινη πλάκα•

    мраморная μαρμάρινη πλάκα•

    грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•

    классная доска ή μόνο•

    доска ο (μαυρο)πίνακας•

    шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•

    доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•

    чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•

    от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•

    как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•

    наборная доска η τυπογραφική πλάκα.

    Большой русско-греческий словарь > доска

  • 4 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

См. также в других словарях:

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • διατίμηση — η (AM διατίμησις) [διατιμώ] νεοελλ. ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία τού ανώτατου ορίου τής τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή 2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία 3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική… …   Dictionary of Greek

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»